Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2018

Αρθούρος Ρεμπώ - Μια εποχή στην κόλαση - Ελεεινές σελίδες από το σημειωματάριο ενός κολασμένου

Ο Αρθούρος Ρεμπώ είναι μία ιδιαίτερη περίπτωση στην λογοτεχνία. Στα δεκαεννιά του κλείνει τους λογαριασμούς του με την ποίηση, και αλλάζει την εικόνα και την πορεία της. Δεν συμβαίνει συχνά ένας άνθρωπος, σ' αυτή την ηλικία, να επηρεάζει σε τέτοιο βαθμό τη σύγχρονη ποίηση. Είναι (όπως έχει αποκληθεί) Ηγέτης του συμβολισμού;  Θεμελιωτής του μοντερνισμού;  Ποιητής της εξέγερσης;  Αναρχικός ποιητής; Καταραμένος ποιητής;

     



1854 - 1891


Αρκετοί ποιητές του 20ού αιώνα επηρεάστηκαν από τον Ρεμπώ, και ειδικότερα από την ελεύθερη φόρμα της ποίησής του, σε τέτοιο βαθμό ώστε να θεωρείται ένας από τους «πατέρες» του μοντερνισμού. Σημαντική επιρροή άσκησε στους Γάλλους υπερρεαλιστές, με τον Αντρέ Μπρετόν να τον ονομάζει «σουρρεαλιστή στην πρακτική της ζωής και αλλού». Επίσης θεωρείται, και είναι, η βασική επιρροή των μπήτνικς ποιητών και συγγραφέων. Τόσο το λογοτεχνικό του έργο, όσο και η περιπετειώδης ζωή του, διαμόρφωσαν την εικόνα ενός επαναστατικού καλλιτέχνη ή όπως τον αποκάλεσε ο Αλμπέρ Καμύ, ενός «ποιητή της εξέγερσης», αποτελώντας είδωλο των φοιτητών του Μάη του '68, διανοούμενων μουσικών, εισάγοντας τα ρομαντικά ιδεώδη στον 20ο αιώνα.

Με την ποίηση του ενέπνευσε ροκ καλλιτέχνες όπως ο Τζιμ Μόρισον, ο Μπομπ Ντίλαν, ο Τζον Λένον και η Πάτι Σμιθ.                                                                        

    Η Patti Smith στον τάφο του Ρεμπώ 

                                                                       
  
                                                  
Ωδή στον Ρεμπώ από την Patti Smith



Η σχέση Ρεμπώ και Βερλέν μεταφέρθηκε το 1995 στον κινηματογράφο, με την ταινία Καταραμένη σχέση (Total eclipse), σε σκηνοθεσία της Ανιέσκα Χόλαντ και πρωταγωνιστή τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο. 
Ο Μπέντζαμιν Μπρίτεν μελοποίησε τμήμα των Εκλάμψεων (έργο 18, 1939) σε ένα σύνολο τραγουδιών για σοπράνο ή τενόρο.

Σε ηλικία μόλις 19 ετών, ο Ρεμπώ γράφει, την άνοιξη του 1873, το καλύτερο του ποίημα, το "Μια εποχή στην κόλαση",  το μόνο που εκδόθηκε όσο εκείνος ζούσε. Ένα πεζό ποίημα, ένα κείμενο προσωπικού χαρακτήρα, ένα είδος εσωτερικού μονολόγου - παραληρήματος. Ένα ποίημα, στίχους του οποίου είναι δύσκολο να μην έχει κάποιος συναντήσει σαν σκόρπιες φράσεις. Ένα κείμενο καθρέπτης, που ο καθένας μπορεί να δει μέσα τον εαυτό του. Είναι η κατάθεση μιας ψυχής που επιλέγει την κόλαση και ψάχνει τα όρια της, σαρκάζει τον εαυτό της. Με εφηβική ματαιοδοξία και πείσμα απομακρύνεται από την ομορφιά, την ελπίδα, την εξουσία, την χαρά, την πατρίδα, την θρησκεία. Είναι η πορεία ενός ανθρώπου που διερευνά τα σύνορα της συνείδησης, εκεί που είναι το απαγορευμένο, η αμαρτία, η δυστυχία και η τρέλα. Όταν τον ρώτησε η μητέρα του τι θέλει να πει με το "Μια εποχή στην κόλαση", απάντησε, "Ήθελα να πω ό,τι ακριβώς λέει κατά λέξη και τα πάντα"

                                                 




Είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποδοθεί σε άλλη γλώσσα ένα τέτοιο κείμενο, γεμάτο συμβολισμούς. Ένα κείμενο που δεν ορίζεται από πουθενά, ανοιχτό σε πολλά ενδεχόμενα. Λέξεις απλές, κοινές, που ο Ρεμπώ κρατά κλειστά τα μυστικά τους, καθώς παίζει ανάμεσα στο φανερό και το αφανέρωτο, την ακρίβεια και το παραλήρημα. Το δύσκολο είναι να τις φωτίσεις, διατηρώντας συνάμα και το σκοτάδι τους.  Είναι σχεδόν ακατόρθωτο να μπει κανείς στο πετσί και το μυαλό ενός δεκαεννιάχρονου που μιλά με την έπαρση και την αθωότητα της ηλικίας του, για πράγματα τόσο κρίσιμα και βαθιά.

Οι καλύτερες Ελληνικές μεταφράσεις είναι του Χριστόφορου Λιοντάκη (εκδόσεις Γαβριηλίδης) και του Νίκου Σπανιά (εκδόσεις Γνώση).


   



"[...] "Μια εποχή στην κόλαση": ένα κείμενο αναμφίβολα διαχρονικό, αλλά ιδιαίτερα κοντινό στην εποχή μας. Σήμερα που όλα παγκοσμιοποιούνται κι οι αποχρώσεις σβήνουν στη μεταμοντέρνα ύφεση και αφωνία, το "Μια εποχή στην κόλαση" ίσως να είναι το κατεξοχήν όχημα για μια καινούργια περιπέτεια, κολασμένη ή παραδείσια, διόλου πάντως χλιαρή και γκρίζα. Ένα κείμενο που δεν εντάσσεται πουθενά: ποίηση, μαρτυρία, αφήγημα, θεατρικός μονόλογος, φιλοσοφικό δοκίμιο, αυτοβιογραφία, χρονικό, ποιητική τέχνη, εξομολόγηση, ασκητική, προφητεία. Όλα αυτά και τίποτα απ' όλα αυτά.

Μια πορεία από την απόλυτη λάμψη στην αμείλικτη πραγματικότητα, που καταλήγει στην απόλυτη σιωπή. Το παρανάλωμα. Η αλχημεία του βίου και του λόγου. Η αναίρεση. Το ψύχος της φλόγας και το καύμα του χιονιού. Ο συνεσταλμένος και ο διεσταλμένος χρόνος. Ο υπό αίρεση έρωτας που πρέπει να επινοηθεί απ' την αρχή[...] Μια ποίηση φυγής που τρομάζει τους εφησυχασμένους[...] Το κρυμμένο πρόσωπο. Τα διαδοχικά προσωπεία: Ο αυτοσαρκασμός, η ειρωνεία, ο χλευασμός, η αυτοϋπονόμευση, η έπαρση και η αυτοτιμωρία. Αυτός που κάποτε είδε "όσα ο άνθρωπος φαντάστηκε πως είδε".
(Από τον πρόλογο του Χριστόφορου Λιοντάκη)
  
Αποσπάσματα από την "Μια εποχή στην κόλαση" έχουν ηχογραφηθεί με αφηγήσεις του Γιώργου Κιμούλη και Γιώργου Χριστιανάκη, επενδυμένα με θαυμάσια μουσική από τον Θάνο Μικρούτσικο και Γιώργο Χριστιανάκη αντίστοιχα, καθώς και άλλοι καλλιτέχνες έγραψαν τις δικές τους εκδοχές.

Ο Θάνος Μικρούτσικος ολοκλήρωσε το 1987 την όπερα "Μια εποχή στην κόλαση" όπου απαγγέλλει ο Γιώργος Κιμούλης. Ο Μικρούτσικος αναφέρει σχετικά με το έργο: «Από το 1984 που άρχισα να γράφω την όπερά μου "Μια Εποχή Στην Κόλαση" πάνω στο ομώνυμο ποίημα του Ρεμπώ, ζούσα στους ρυθμούς του Δαίμονα της Ποίησης. Δεν νομίζω ότι πέρασε ξανά από τον πλανήτη τέτοιο ιδιοφυές πρόσωπο. Επηρεάστηκα τόσο που πήγα - θα θυμάμαι εκείνο το απόγευμα για πάντα - στον τόπο που γεννήθηκε, στη Σαρλβίλ. Όλα λειτουργούσαν έντονα. Ο μύθος, το φάντασμα του Αρθούρου ήταν εκεί. Μας έβγαζε τη γλώσσα. Ίσως με θεωρούσε ιερόσυλο που άγγιξα τους στίχους του. Και πολύ πιθανόν να είχε δίκιο…».

Ο Γιώργος Καρράς μαζί με τον Γιάννη Αγγελάκα μελοποίησαν το ποίημα "Μια Εποχή Στην Κόλαση" στο δίσκο τους Υπέροχο Τίποτα, του 1993.  Σ' αυτό το ένα λεπτό και είκοσι πέντε δευτερόλεπτα, με έναν φρενήρη ροκ ρυθμό, ο Αγγελάκας εκστόμισε τις πρώτες ανήσυχες και αβανταδόρικες λέξεις από το εμβληματικό ποίημα του Ρεμπώ, καταλήγοντας χωρίς τη συνοδεία μουσικής να δηλώνει ότι "η άνοιξη του πρόσφερε το φρικαλέο γέλιο του ηλίθιου".


Το 2013 ο Γιώργος Χριστιανάκης κυκλοφορεί την δική του "Μια εποχή στην κόλαση", από την μετάφραση του έργου από τον Χριστόφορο Λιοντάκη, που συνέθεσε και απαγγέλλει ο ίδιος, με την συμμετοχή του Γιάννη Αγγελάκα και άλλων σπουδαίων μουσικών. Στο άλμπουμ αυτό, ο Γιώργος Χριστιανάκης αφηγείται το κείμενο του Ρεμπώ, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το διάβασε σαν αναγνώστης. Για αυτό και η αφήγηση του είναι γλυκιά και ταυτόχρονα αυστηρή, απαλλαγμένη από το στόμφο της θεατρικής απαγγελίας, και μαζί με την εξαιρετική μουσική συμβάλει με ουσιαστικό τρόπο στην ειλικρινή κατανόηση του κειμένου. Παίρνει το κείμενο του Ρεμπώ και πραγματικά το κάνει δικό του, δίνοντας περαιτέρω την αίσθηση ότι του "χαρίζει" τη μοναδική μουσική που του πρέπει.



Άλλοτε αν θυμάμαι....


Παλιά, αν θυμάμαι καλά, η ζωή μου ήταν ένας παράδεισος, 
άνθιζαν όλα τα αισθήματα 
έρεε από παντού κρασί
  
Μια νύχτα πήρα την ομορφιά στα γόνατά μου 
και τη βρήκα πικρή και τη βλαστήμησα 
οπλίστηκα ενάντια στη δικαιοσύνη 
Δραπέτευσα
  
Μάγισσες, μιζέρια, μίσος 
εσείς θα διαφυλάξετε το θησαυρό μου 
κατόρθωσα να σβήσω απ' τα λογικά μου 
κάθε ελπίδα ανθρώπινη
  
Με ύπουλο σάλτο 
χίμηξα σα θηρίο 
πάνω σ' όλες τις χαρές 
να τις κατασπαράξω
  
Επικαλέστηκα τους δήμιους 
να δαγκάσω πεθαίνοντας 
τα κοντάκια των όπλων τους
  
Επικαλέστηκα κάθε οργή και μάστιγα 
να πνιγώ στο αίμα, στην άμμο 
Η απόγνωση ήταν ο θεός μου
  
Κυλίστηκα στη λάσπη 
στέγνωσα στον αέρα του εγκλήματος 
ξεγέλασα την τρέλα
  
Και η άνοιξη μου πρόσφερε 
το φρικαλέο γέλιο του ηλίθιου.
  
Τον τελευταίο καιρό λοιπόν καθώς ήμουν έτοιμος να τα 
βροντήξω όλα κάτω, σκέφτηκα να αναζητήσω το μυστικό του 
αρχαίου παραδείσου. Μήπως και ξαναβρώ το κέφι μου. 
Το μυστικό βρίσκεται στο έλεος. 
Μη, μη με κοιτάζεις έτσι άγρια καλέ μου σατανά. 
Και επειδή κάποιες μικρές ατιμίες μου δεν θα λείψουν, 
για σένα που εκτιμάς τους συγγραφείς χωρίς περιγραφές και διδαχές, 
για σένα, αποσπώ αυτά τα βρωμερά φύλλα από το σημειωματάριο ενός κολασμένου.



Θάνος Μικρούτσικος - Αφήγηση Γιώργος Κιμούλης






Γιάννης Αγγελάκας - Γιώργος Καρράς




ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ

Γιατί δεν με βοηθάει ο Χριστός να βρω γαλήνη ψυχική και ελευθερία; Αλίμονο! το Ευαγγέλιο είναι παρελθόν! το Ευαγγέλιο! το Ευαγγέλιο. Πείνασα τον Θεό. Στο περιθώριο ήμουν πάντα. Και οι πολιτείες έλαμπαν μέσα στη νύχτα. Γυρίζω σελίδα, εγκαταλείπω την Ευρώπη. Θαλασσινός αέρας θα κάψει τα πνευμόνια μου, στα ξωτικά κλίματα θα σκληραγωγηθώ. Θα κολυμπάω, θα κυλιέμαι στο χορτάρι, θα κυνηγώ, και πάνω απ' όλα θα καπνίζω, θα πίνω δυνατά ποτά όπως οι πρόγονοί μας. Κι ύστερα θα γυρίσω, μ' ατσαλένιο το κορμί και μαυρισμένος, με μάτια που θα σπιθοβολούν. Θα 'χω χρυσάφι και θα ζω μέσα στην τεμπελιά, και μεσ' στην κτηνωδίαν. Ναι, θα αναμειχθώ στην πολιτική και θα σωθώ. Καμιά αναχώρηση. Πίσω στους ίδιους δρόμους, κουβαλώντας αμαρτίες που από την ηλικία της λογικής ρίζωσαν μέσα μου τον πόνο και φτάνουν ως τον ουρανό, με κτυπούν, με ρίχνουν κάτω, με σέρνουνε στο χώμα. Η τελευταία αθωότητα, η τελευταία ντροπή. Όχι, πάει, τέλειωσε. Δεν θα περιφέρω στον κόσμο την αηδία και τις απογοητεύσεις μου. Εμπρός! Στο ζυγό, υποταγή, ερημιά, πλήξη και θυμός. Ακούω, τίνος να γίνω μισθοφόρος; Ποιο κτήνος να λατρέψω; Πείτε μου, πιο εικόνισμα να καταστρέψω; Τίνος να ραγίσω την καρδιά; Από πιο ψέμα να πιαστώ; Πάνω σε πιο αίμα να βαδίσω; Όχι, όχι, καλύτερα να μην μπλέξω με την δικαιοσύνη. Σκληρή ζωή, σκέτη αποβλάκωση. Με σκελετωμένο χέρι ξεσκεπάζεις το φέρετρο, ξαπλώνεις μέσα και πεθαίνεις από ασφυξία.. Έτσι, ούτε γεράματα ούτε κανένας κίνδυνος. Παρατημένος, εδώ κάτω στη γη.
De Profundis Domine, τι ανόητος που είμαι!


Γιατί δεν με βοηθάει ο Χριστός - Αφήγησή Γιώργος Κιμούλης


Παιδάκι ακόμα θαύμαζα τον αμετανόητο κατάδικο, εκείνον που μπαινοβγαίνει στα κάτεργα. Σύχναζα στα πανδοχεία και στα επιπλωμένα δωμάτια, τα καθαγιασμένα από την διαμονή του. Με τα μάτια του έβλεπα το γαλάζιο ουρανό και φανταζόμουνα τη μοίρα του στις πόλεις. Άγιος οδοιπόρος! Μοναδικός μάρτυρας της δόξας του, και της δικαίωσης του. Μέσα στους δρόμους, τις χειμωνιάτικες νύχτες, χωρίς κατάλυμα, χωρίς ρούχα, χωρίς ψωμί, μια φωνή έσφιγγε την παγωμένη μου καρδιά: "Αδυναμία ή δύναμη; Δύναμη! Δύναμη! Βαδίζεις χωρίς να ξέρεις το που και το γιατί. Μπαίνεις παντού, απαντάς σε όλα. Όταν είσαι πτώμα δεν κινδυνεύεις να σε σκοτώσουν". Στις πόλεις η λάσπη, μου φάνηκε ξαφνικά κόκκινη και μαύρη. Καλό σημάδι! φώναξα αντικρίζοντας στον ουρανό μια θάλασσα φλόγες και καπνό, και από δεξιά και αριστερά, λαμπάδιαζαν όλα τα πλούτη, λες και έπεφταν χιλιάδες κεραυνοί. Μα η απόλαυση κι η  συντροφιά των γυναικών μου απαγορεύτηκαν. Ούτε ένας φίλος. Έβλεπα τον εαυτό μου αντιμέτωπο με ένα εξαγριωμένο πλήθος, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Θρηνούσε για μια συμφορά ακατανόητη για τους άλλους και τους έδινε άφεση! -  Όπως η Ιωάννα της Λωρραίνης! -  "Άγιοι πατέρες, σοφοί διδάσκαλοι, άρχοντες μου, κακώς με παραδίδετε στη δικαιοσύνη. Δεν έχω καμιά σχέση με όλους αυτούς εγώ, ποτέ μου δεν υπήρξα χριστιανός. Τη γενιά μου τη βασάνιζαν και τραγουδούσε. Δεν καταλαβαίνω από νόμους. Η ηθική, μου είναι άγνωστη. Είμαι κτήνος: Κάνετε λάθος..." Ναι, αποστρέφω το βλέμμα από το δικό σας φως. Είμαι κτήνος. Ναι, είμαι αράπης. Μα θα μπορούσα να σωθώ. Εσείς, εσείς οι μανιακοί, οι αγροίκοι, οι τσιφούτηδες, εσείς, εσείς είστε αράπηδες. Έμπορα είσαι αράπης, δικαστή είσαι αράπης, στρατηγέ είσαι αράπης. Αυτόν το λαό τον κυβερνά ο πυρετός και ο καρκίνος. Το πιο έξυπνο θα ήτανε να εγκαταλείψω αυτή την ήπειρο, όπου η τρέλα περιφέρετε στους δρόμους, κρατώντας ομήρους αυτούς τους άθλιους. Εισέρχομαι στο αληθινό βασίλειο του Χαμ. Θα ξέρω που βρίσκομαι; θα ξέρω ποιος είμαι; Φτάνει πια οι λέξεις. Στην κοιλιά μου ενταφιάζω τους νεκρούς. Κραυγιές, τύμπανα και χορός, χορός, χορός. Δεν βλέπω την ώρα να αποβιβαστούν οι λευκοί, για να εκμηδενιστώ κι εγώ. Πείνα, δίψα, κραυγές και χορός, χορός, χορός, χορός!



Παιδάκι ακόμα - Αφήγηση Γ. Κιμούλης



Νύχτα κόλασης

Κατάπια μια γερή δόση δηλητήριο. - Ευλογημένη η συμβουλή που μου δόθηκε!. - 
Τα σπλάχνα μου καίγονται. Το φαρμάκι με παραμορφώνει, με ρίχνει κάτω.
Πεθαίνω από δίψα, σκάω, πνίγεται η φωνή μου. Κόλαση, αιώνια τιμωρία! Φλόγες από παντού φουντώνουμε, καίγομαι όπως μου πρέπει, δαίμονα στρίβε!
Διέκρινα την στροφή προς το καλό, την ευτυχία, την σωτηρία. Πως να περιγράψω όμως το όραμα, η ατμόσφαιρα της κόλασης δεν ανέχεται ύμνους!
Χιλιάδες γοητευτικές υπάρξεις, μία αρμονική πνευματική σύμπνοια, η δύναμη, η γαλήνη, οι ευγενείς φιλοδοξίες μου, δεν ξέρω, οι ευγενείς φιλοδοξίες, άρα είμαι ακόμα ζωντανός. Λες αυτή να είναι η αιώνια καταδίκη; 
Όποιος θέλει να αυτοκαταστραφεί είναι σίγουρα καταδικασμένος, έτσι δεν είναι;
Νομίζω ότι βρίσκομαι στην κόλαση, άρα βρίσκομαι. Αυτά είναι τα αποτελέσματα της κατήχησης. 
Είμαι σκλάβος του βαπτίσματός μου. Γονείς, είστε υπαίτιοι της δυστυχίας μου και της δυστυχίας σας. 
Τι χαζός που 'μαι! - Τους ειδωλολάτρες δεν τους αγγίζει η κόλαση.-  Ω είμαι ακόμα ζωντανός! Αργότερα οι απολαύσεις της κόλασης θα είναι μεγαλύτερες. Ένα έγκλημα, γρήγορα, ένα έγκλημα, να περάσω στην ανυπαρξία όπως ορίζει ο ανθρώπινος νόμος.
Πάψε, πάψε! Ντροπή, αίσχος πια, φτάνει!
Με γέμισαν ψέματά, φτηνά αρώματα και ανόητες μουσικές. 
Νάτος πάλι ο σατανάς να λέει ότι κατέχω την αλήθεια, ότι βλέπω το δίκιο, ότι η κρίση μου είναι ορθή και σταθερή, ότι είμαι έτοιμος για την τελείωση.... Τι έπαρση. Έλεος!
Κύριε φοβάμαι. Διψάω πολύ, διψάω! 
Μα δεν υπάρχουν εκεί πέρα άλλες ψυχές να θέλουν το καλό μου; 
Ελάτε, Ελάτε.... Ένα μαξιλάρι μου φράζει το στόμα. Ελάτε, δεν μ' ακούν, φαντάσματα θα 'ναι.
Εξάλλου ποιος σκέφτεται ποτέ τον άλλον. Μη πλησιάζετε. Μυρίζω καμμένη σάρκα. 
Ψευδαισθήσεις, ψευδαισθήσεις, πολλές ψευδαισθήσεις, αναρίθμητες ψευδαισθήσεις, πάντα με βασάνιζαν οι ψευδαισθήσεις. Καμία πίστη στην ιστορία. Αδιαφορία για τις ηθικές αρχές. Δεν θα ξαναμιλήσω πια για αυτά. Όλοι οι ποιητές και οραματιστές θα με ζηλέψουν. 
Είμαι χίλιες φορές πιο πλούσιος. 
Κοίτα! Το ρολόι της ζωής σταμάτησε πριν από λίγο. Δεν βρίσκομαι πια στον κόσμο. - Η θεολογία τελικά είναι ακριβής, σίγουρα η κόλαση βρίσκεται κάτω και ο ουρανός απάνω.- Έκσταση, εφιάλτης. Σατανά, βελζεβούλη στρίβε, και συ και το διαβολογοσογό σου.... Ο Ιησούς βαδίζει πάνω σε πορφυρένιες αγκαθιές χωρίς να τις λυγίζει..... Ο Ιησούς βάδισε πάνω στα κύματα.
Θα αποκαλύψω όλα τα μυστήρια. Μυστήρια θρησκευτικά ή φυσικά, θάνατος, γέννηση, μέλλον, παρελθόν, κοσμογονία, χάος. Είμαι αριστοτέχνης μάγος.
Ακούστε!... 
Ξέρω όλα τα κόλπα! - Ακούστε, δεν είναι κανείς εδώ; Κι όμως κάποιος είναι, δεν θέλω να αποκαλύψω όλα τα μυστικά μου. - Τι θέλετε; Θέλετε νέγρικα τραγούδια; θέλετε να εξαφανιστώ, να βουτήξω να βρω το δαχτυλίδι; Θέλετε; Να φτιάξω χρυσάφι, ελιξήρια;
Πιστέψτε με, πιστέψτε με, η πίστη σ' ελευθερώνει, δείχνει το δρόμο, σε γιατρεύει. 
Ελάτε όλοι και τα μικρά παιδιά, ελάτε να σας παρηγορήσω, ελάτε κάποιος να σας ανοίξει την καρδιά του, την καρδιά μου! Ελάτε. Ανθρωπάκια, μεροκαματιάρηδες! Δεν θέλω προσευχές, μόνο η  εμπιστοσύνη σας θα μ' έκανε ευτυχισμένο.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως σε μένα, εδώ κάτω. Δεν νοσταλγώ και πολύ τον κόσμο. Είμαι τυχερός που δεν υποφέρω πια. Η ζωή μου ήταν τρελή. Κρίμα! 
Σκασίλα μου. Ελάτε τώρα να κάνουμε τις πιο απίθανες γκριμάτσες. 
Είναι σίγουρο, βρισκόμαστε έξω απ' τον κόσμο. Κανένας ήχος πια. Η αφή έχει χαθεί. Κουράστηκα! Πεθαίνω από εξάντληση. Είμαι στον τάφο, τροφή των σκουληκιών, η φρίκη, της φρίκης! Σατανά, όλο φάρσες κάνεις, πας να με διαλύσεις με τα μάγια σου. Διαμαρτύρομαι, διαμαρτύρομαι.
Επανέρχομαι στη ζωή! Και αντικρίζω τα χάλια μας. Και αυτό το δηλητήριο, αυτό το καταραμένο φιλί! Είμαι αδύναμος μπροστά στην αγριότητα του κόσμου! Έλεος, Κρύψε με θεέ μου, κρύψε με, κρύψε με καταρρέω, κρύψε με, κρύψε με! Είμαι κρυμμένος και δεν κρύβομαι.




Νύχτα κόλασης - αφήγηση Γ. Κιμούλης




ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑΤΑ Ι 

ΜΩΡΑ ΠΑΡΘΕΝΟΣ 

Ο ΚΑΤΑΧΘΟΝΙΟΣ ΝΥΜΦΙΟΣ



Ας ακούσουμε την εξομολόγηση ενός συντρόφου από την κόλαση : 
" Νυμφίε θεϊκέ, Κύριέ μου, δέξου την εξομολόγηση της πιο αθλίας δούλης σου, Πήρα την οδό της απωλείας. Είμαι άσωτη. Είμαι ακάθαρτη. Τι ζωή!
Συγχώρα με, επουράνιε Θεέ, συγχώρα με! Αχ, συγχώρεσέ με! Πόσα δάκρυα! Που μακάρι ποτέ να μην στερέψουν! 
Αργότερα θα γνωρίσω το θεϊκό Νυμφίο! Γεννήθηκα δούλη του. - Τώρα ο άλλος μπορεί να με δέρνει! 
Για την ώρα βρίσκομαι στην άβυσσο! Φίλες μου!... Όχι, όχι, δεν είστε φίλες μου!... 
Τέτοια παραληρήματα, τέτοια μαρτύρια, ποτέ μου.... Τι βλακεία! 
Αχ! υποφέρω, ουρλιάζω. Αληθινά υποφέρω. Αλλά σ' εμένα, εμένα που με καταφρονούν και οι πιο καταφρονεμένες ψυχές, όλα επιτρέπονται. 
Τέλος πάντων, θα κάνω για χιλιοστή φορά αυτή την εκμυστήρευση, αυτή την θλιβερή, την τόσο ασήμαντη! 
Είμαι σκλάβα του καταχθόνιου Νυμφίου, Εκείνου που οδήγησε τις μωρές παρθένες στην απώλεια. Σίγουρα πρόκειται γι' αυτόν το δαίμονα. Δεν είναι ίσκιος, ούτε φάντασμα. Όμως εμένα την κολασμένη, μέσα στη μωρία μου, μ' έχουν για πεθαμένη - έτσι δεν θα με σκοτώσουν! - Πως να σας το περιγράψω! Ξέχασα πια και να μιλώ. Πενθώ, θρηνώ, φοβάμαι. Λίγη δροσιά, Κύριε, σε παρακαλώ, σε θερμοπαρακαλώ!
Είμαι μόνη... - Ήμουν μόνη... - και βέβαια ήμουν σοβαρή παλιά, μα δεν γεννήθηκα και για να μαραγκιάσω!...Εκείνος, σχεδόν παιδί... Με τις κρυφές του χάρες με σαγήνεψε. Παράτησα τα πάντα για να τον ακολουθήσω. Ζωή κι αυτή! Η πραγματικότητα είναι απούσα. Δεν είμαστε πια στον κόσμο. Πηγαίνω όπου πηγαίνει εκείνος, ας κάνω κι αλλιώς. Πολλά φορές ξεσπάει πάνω μου με λύσσα, πάνω σ' εμένα, εμένα την έρμη. Ο Δαίμονας! - Είναι Δαίμονας, ξέρετε, δεν είναι άνθρωπος".
Λέει : "Δεν τις γουστάρω τις γυναίκες. Τον έρωτα πρέπει να τον επινοήσουμε απ' την αρχή, γνωστό αυτό. Το μόνο που θέλουν τώρα πια οι γυναίκες είναι η εξασφάλιση. Και όταν την πετύχουν, αίσθημα και ομορφιά πάνε περίπατο : ό,τι  συντηρεί το γάμο σήμερα είναι η ψυχρή αδιαφορία. Βλέπω γυναίκες που θα μπορούσαν να είναι ευτυχισμένες  και θα τα πήγαινα μια χαρά μαζί τους, να τις κατασπαράζουν με την πρώτη κάτι κτήνη, σκέτα γομάρια..." 
Στο στόμα του η βρισιά γίνεται έπαινος, η αγριότητα γοητεία, "Η γενιά μου χάνεται στο χρόνο, οι πρόγονοί μου ήταν Σκανδιναβοί : τρυπούσαν ο ένας τα πλευρά του άλλου, έπιναν το αίμα τους. - Θα χαράξω όλο μου το κορμί, θα κάνω τατουάζ, θέλω να γίνω αποτρόπαιος σαν Μογγόλος, θα δεις, θα ουρλιάζω στους δρόμους. Θέλω να φρυάξω από την λύσσα μου. Μη μου δείξεις ποτέ τιμαλφή, θα κυλιστώ στο χαλί και θα σφαδάζω. Το θησαυρό μου θα τον ήθελα κηλιδωμένο με αίμα. Εγώ ποτέ δεν θα δουλέψω..."





Γιώργος Χριστιανάκης - Παραληρήματα Ι 


ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑΤΑ ΙΙ

ΑΛΧΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ



Σειρά μου. Θα ιστορήσω μια τρέλα μου. 
Χρόνια κόμπαζα πως δεν υπήρχε εικόνα που να μην τη γνωρίζω και χλεύαζα τις διασημότητες της σύγχρονης ζωγραφικής και ποίησης. 
Μου άρεσαν οι αφελείς ζωγραφιές, τα υπέρθυρα, τα σκηνικά, οι μπερντέδες των σαλτιμπάγκων, οι επιγραφές, οι λαϊκές εικονογραφήσεις· η παλιοκαιρίσια λογοτεχνία, λατινικά της εκκλησίας, ανορθόγραφες ερωτικές φυλλάδες, ρομάντζα των προπαππούδων μας· τα παραμύθια με νεράιδες, τα παιδικά βιβλιαράκια, οι παλιές όπερες, τα σαχλά ρεφρέν, οι απλοϊκοί σκοποί. 
Ονειρευόμουν σταυροφορίες, ταξίδια εξερευνητών που χάνονται τα ίχνη τους, δημοκρατίες στο πουθενά, θρησκευτικούς πολέμους που δεν ξέσπασαν, επαναστάσεις ηθών, μετακινήσεις φυλών και ηπείρων: σ’ όλα τα μάγια πίστευα. 
Επινόησα το χρώμα των φωνηέντων! – Α μαύρο, Ε λευκό, Ι κόκκινο, Ο γαλάζιο, ΟΥ πράσινο. – Καθόρισα τη μορφή και την κίνηση κάθε συμφώνου και καυχήθηκα πως με ένστικτους ρυθμούς ανακάλυψα έναν ποιητικό λόγο που κάποια μέρα θα είναι προσιτός σε όλες τις αισθήσεις. Τα δικαιώματα της μετάφρασης δικά μου. 
Στην αρχή ήταν μια άσκηση: κατέγραφα σιωπές, σκοτάδια, αποτύπωνα το άφατο. Καθήλωνα ιλίγγους.

----

Μακριά από κοπάδια, πουλιά και κοπελιές 
Τι έπινα γονατιστός στα ρείκια 
Ανάμεσα στις λυγερές τις φουντουκιές 
Στου απομεσήμερου το σύθαμπο το πράσινο και το νωθρό; 
Τι να πιω απ’ τον Ουάζ το νιο ποτάμι 
-Βουβές φτελιές, γυμνό χορτάρι, συννεφιάζει!- 
Από φλάσκες κίτρινες να πιω σε ξένα μέρη 
Χρυσάφι υγρό που κάνει το κορμί ν’ ασπαίρει. 
Ύποπτο σήμα πανδοχείου εγώ. 
-Η θύελλα έκρυψε τον ουρανό. Το βράδυ 
Σε αμμουδιά παρθένα χανόταν του δάσους το νερό 
Μια θεοποντή έριχνε στους νερόλακκους χαλάζι 
Κλαίγοντας, έβλεπα το χρυσάφι – μα δεν μπόρεσα να πιω. –

----

Καλοκαίρι τέσσερις το χάραμα 
Στου έρωτα τον ύπνο βυθισμένοι 
Το δασάκι στην αχνοβολή τη μυρωμένη 
Από το νυχτερινό ξεφάντωμα. 
Πέρα εκεί, στο ξυλουργείο το αχανές 
Στων Εσπερίδων την ανατολή 
Πηγαινοέρχονται ανασκουμπωμένοι 
Οι Μαραγκοί. 
Μες στων νεφών τις Ερημιές και τη γαλήνη 
Θόλους λαμπρούς θα στήσουν 
Όπου οι άνθρωποι
Ψεύτικους ουρανούς θα ζωγραφίσουν. 
Α! τι Τεχνίτες λεβεντιά 
Στη Βαβυλώνα υπήκοοι κάποιου βασιλιά 
Λίγο, για χάρη τους, Αφροδίτη 
Τους στεφανωμένους εραστές ν’ αφήσεις. 
Των Εραστών Βασίλισσα εσύ 
Κέρασε τους εργάτες με ρακή 
Να ανασάνουν λίγο απ’ τη δουλειά 
Ώσπου το μεσημέρι στη θάλασσα να βρουν δροσιά.

----

Οι απαρχαιωμένοι ποιητικοί τρόποι είχαν μεγάλο μερίδιο στην αλχημεία του λόγου μου. 
Αφέθηκα στης στιγμής την παραίσθηση: έβλεπα στ’ αλήθεια ένα τζαμί εκεί όπου βρίσκεται ένα εργοστάσιο, μαθητευόμενους τυμπανιστές αγγέλους, άμαξες σε ουράνιες λεωφόρους, ένα σαλόνι στο βυθό μιας λίμνης· τέρατα, μυστήρια· ο τίτλος μιας ελαφριάς κωμωδίας ξυπνούσε μέσα μου τον τρόμο. 
Ύστερα εξηγούσα τις μαγικές σοφιστείες μου με λεκτικές παραισθήσεις! 
Έφτασα να θεοποιώ την πνευματική μου σύγχυση. Ζούσα στην απραξία, βυθισμένος στη νάρκη: ζήλευα τη μακαριότητα των ζώων – τις κάμπιες που συμβολίζουν την αθωότητα των νηπίων που πέθαναν αβάπτιστα, τους ασπάλακες, τον ύπνο των παρθένων! 
Ο χαρακτήρας μου χειροτέρευε. Αποχαιρετούσα τον κόσμο με κάτι σαν ρομάντζες:



ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΙΟ ΨΗΛΟ ΠΥΡΓΟ

Θέλω να ’ρθει τώρα 
Του έρωτα η ώρα. 
Έκανα τόση υπομονή 
Κι η λησμονιά παντοτινή. 
Φόβοι, καημοί και θλίψη 
Φεύγουν στα ουράνια ύψη. 
Από μια δίψα νοσηρή 
Το αίμα μου έγινε χολή. 
Θέλω νά ’ρθει τώρα 
Του έρωτα η ώρα. 
Όπως και το λιβάδι 
Παρατημένο στη λησμονιά 
Φουντώνει και θάλλει 
Στα νηρόχορτα και τη λιβανιά 
Μέσα στο άγριο βουητό 
Από βρομόμυγες σωρό. 
Θέλω νά ’ρθει τώρα 
Του έρωτα η ώρα.



Αγάπησα την ερημιά, τα φρυγμένα περιβόλια, τα εγκαταλειμμένα μαγαζιά, τα ζεστά ποτά. Σερνόμουν σε βρόμικα σοκάκια, και με κλειστά μάτια ξάπλωνα στον ήλιο, το θεό του φωτός. 
«Στρατηγέ, αν απόμεινε κάνα παλιό κανόνι στους ρημαγμένους προμαχώνες σου, βομβάρδισέ μας με μπάλες ξερό χώμα. Τις βιτρίνες των ωραίων μαγαζιών! τα σαλόνια! Βάλε την πόλη να φάει τη σκόνη της. Οξείδωσε τις υδρορροές. Πλημμύρισε τα μπουντουάρ με πυρακτωμένη σκόνη ρουμπινιών…» 
Α! Το μεθυσμένο μυγιαλούδι στο ουρητήριο του πανδοχείου, ερωτευμένο με τη μυοσωτίδα, που το διαλύει μια αχτίδα!



Γιώργος Χριστιανάκης - Αλχημεία του λόγου

                                            



ΠΕΙΝΑ

  
Το μόνο που μ' αρέσει ακόμα 
Είναι οι πέτρες και το χώμα. 
Κάρβουνα, σίδερα και αέρα 
Και βράχια τρώγω κάθε μέρα.
  
Πείνα μου, γύρνα στο λιβάδι το βουερό 
Να βοσκήσεις χορταράκι. 
Να ρουφήξεις το ιλαρό 
Του κισσού φαρμάκι.
  
Να τρως χαλίκια τσακισμένα 
Πέτρες παλιές εκκλησιών 
Λιθάρια αρχαίων κατακλυσμών 
Ψωμιά στη καταχνιά σπαρμένα.

.....

Ούρλιαζε ο λύκος στις φυλλωσιές 
Και με πουλερικά δειπνούσε 
Ύστερα τα ωραία φτερά ξερνούσε: 
Έτσι αναλώνομαι κι εγώ.
  
Οι καρποί και τα λαχανικά 
Ένα χέρι περιμένουν να τα δρέψει 
Μα στο φράχτη η αράχνη 
Της βιολέτας προτιμάει τη γεύση.
  
Πάνω στου Σολομώντα τους βωμούς 
Να κοιμηθώ και το κορμί να λιώσει. 
Λιωμένο να κυλήσει στη σκουριά 
Το χείμαρρο των κέδρων ν' ανταμώσει.
  
Επιτέλους, ω ευτυχία, ω λογική, παραμέρισα το σκοτεινό γαλάζιο του ουρανού, 
κι έμεινα χρυσή λάμψη φέγγους καθαρού. Από χαρά έπαιρνα μια έκφραση 
κωμική και εντελώς αλλοπρόσαλλη

....
  
Την ξαναβρήκα! 
Ποια; την αιωνιότητα. 
Είναι η θάλασσα που σμίγει 
Με τον ήλιο.
  
Ψυχή μου εσύ αθάνατη, 
Στον όρκο σου δοσμένη 
Κι ας είναι η νύχτα αβάσταχτη 
Κι η μέρα κολασμένη.
  
Από την κρίση των ανθρώπων 
Από τα πάθη τα κοινά 
Απαλλαγμένη! 
Απογειώνεσαι...
  
- Καμιά ελπίδα πια. 
Όχι άλλο γεννηθήτω. 
Επιστήμη, καρτερία 
Σίγουρη η τιμωρία.
  
Δεν υπάρχει αύριο 
Θράκα που αχνοφέγγει 
Χρέος σου 
Το πάθος.
  
Την ξαναβρήκα! 
- Ποια; - την Αιωνιότητα.
Είναι η θάλασσα που σμίγει 
Με τον ήλιο.

....
  
Κατάντησα μια φαντασμαγορική όπερα: κατάλαβα πως το πεπρωμένο κάθε ύπαρξης 
είναι η ευτυχία: η δράση δεν είναι ζωή, μα ένας τρόπος να σπαταλάς δυνάμεις, μια αποχαύνωση. 
Η ηθική είναι η αναπηρία του εγκεφάλου. 
Πίστευα ότι κάθε ύπαρξη δικαιούται να ζήσει πολλές άλλες ζωές: αυτός ο κύριος δεν ξέρει τι του γίνεται: είναι άγγελος. Αυτή η οικογένεια είναι ένα σκυλολόι. Μπροστά σε πολλούς ανθρώπους μίλησα δυνατά με στιγμές από μιαν άλλη τους ζωή. - Έτσι αγάπησα ένα γουρούνι. 
Καμιά σοφιστεία της τρέλας - τρέλας για δέσιμο - δεν έχω λησμονήσει: μπορώ να τα επαναλάβω όλα, ξέρω το μηχανισμό. 
Η υγεία μου κινδύνεψε. Μ' έπιανε τρόμος. Μέρες ολόκληρες έπεφτα σε λήθαργο και ξυπνώντας συνέχιζα να βλέπω τα πιο μαύρα όνειρα. Ήμουν ώριμος για τον θάνατο, και μέσα από μια επικίνδυνη πορεία, εξουθενωμένος, έφτανα στα πέρατα του κόσμου, στους Κιμμέριους, στη χώρα της δίνης και του σκότους. 
Χρειάστηκα να ταξιδέψω, να ξορκίσω τα μάγια που με τρέλαιναν. Πάνω στη Θάλασσα, που την ποθούσα μήπως και με ξεπλύνει από το μίασμα, έβλεπα να υψώνεται ο σταυρός της παρηγορίας. 
Το ουράνιο τόξο με καταδίκασε. Η Ευτυχία ήταν το πεπρωμένο μου, οι τύψεις, το σαράκι μου: 
 η ζωή μου δεν θα χωρούσε ποτέ σε καλούπι, για να την αφιερώσω στην ομορφιά και την δύναμη. 
Η ευτυχία! Το κεντρί της, γλυκό έως θανάτου, με προειδοποιούσε με το λάλημα του πετεινού - όρθρου βαθέος, με το Χριστός γεννάται - στις ολοσκότεινες πολιτείες:
  
Τι καιροί, τι πύργοι! 
Ποια ψυχή ακριμάτιστη έχει μείνει;
  
Μαγική έχω γράψει πραγματεία 
Για την αναπόδραστη ευτυχία.
  
Καλώς τη, λέω κάθε φορά 
Που το γαλατικό κοκόρι τραγουδά.
  
Αχ! τίποτα πια δε με τραβά: 
Εκείνη τη ζωή μου κυβερνά.
  
Ψυχή και σώμα μου σκλαβώνει 
Κάθε προσπάθειά μου τη σαρώνει.
  
Τι καιροί, τι πύργοι!
  
Αλίμονο! αν η ευτυχία μ' αφήσει 
Η ώρα του θανάτου δεν θ' αργήσει.
  
Τι καιροί, τι πύργοι! 
.....


Πάνε αυτά. Σήμερα μπορώ να χαιρετήσω την ομορφιά.




 Πείνα - Γιώργος Χριστιανάκης 
Απαγγελία έμμετρου - Γιάννης Αγγελάκας




ΤΟ ΑΝΕΦΙΚΤΟ

  Α! τα παιδικά μου χρόνια, ο παντός καιρού μεγάλος δρόμος, εντελώς αμέριμνος, πιο αδιάφορος κι από τον πιο φτωχό ζητιάνο, περήφανος που δεν είχα ούτε πατρίδα ούτε φίλους - τέτοια βλακεία! Αργά το κατάλαβα!
  - Δικαίως περιφρονούσα αυτά τα ανθρωπάκια, που δεν θα 'χαναν ευκαιρία να χαϊδολογήσουν, παράσιτα στην ευπρέπεια και την υγεία των γυναικών μας, τώρα που έχουν κι αυτές τη δική τους γνώμη.
  Όσα και να περιφρονούσα, δίκιο είχα: αφού εγώ δραπετεύω.
  Δραπετεύω!
  Εξηγούμαι.
  Χτες ακόμα αναστέναζα:"Φτάνουν, Θεέ μου, τόσοι καταραμένοι εδώ κάτω! Από καιρό ανήκω κι εγώ στο θίασο τους! Τους ξέρω όλους. Γνωριζόμαστε από παλιά, ο ένας σιχαίνεται τον άλλο. Η καλωσύνη μας είναι άγνωστη. Ευγενικοί ωστόσο· είμαστε καθωσπρέπει με τον κόσμο" Απορείτε; Ο κόσμος!
Οι έμποροι, οι απλοί άνθρωποι! - Δεν είμαστε στιγματισμένοι. - Θα μας άνοιγαν όμως τις πόρτες τους οι εκλεκτοι; Είναι κάτι άνθρωποι φαρμακομύτες και φαιδροί, οι δήθεν εκλεκτοί, που για να τους πλησιάσεις θέλει θράσος ή δουλοπρέπεια. Μόνοι εκλεκτοί, εκείνοι. Τον καλό λόγο δεν τον ξέρουν!
  Καθώς βρήκα μια στάλα λογική -δεν κρατά και πολύ!- συνειδητοποίησα πως η κακοδαιμονία μου οφείλεται στο ότι άργησα να καταλάβω πως βρίσκομαι στη Δύση. Το τέλμα της Δύσης! Όχι πως θεωρώ το φως αλλοιωμένο, τη μορφή διαλυμένη, την κίνηση χαμένη... Για κοίτα, το πνεύμα μου θέλει σώνει και καλά να φορτωθεί όλη τη βάναυση εξέλιξη που γνώρισε το πνεύμα μετά την παρακμή της Ανατολής... Τα θέλει το πνεύμα μου!
  ...Πάει κι αυτή η στάλα λογικής! - Το πνεύμα είναι αυθεντία, απαιτεί να βρίσκομαι στη   Δύση. Έπρεπε να το φιμώσω για να αποφασίσω όπως ήθελα.
  Έστειλα στο διάβολο το φωτοστέφανο του μάρτυρα, την ακτινοβολία της τέχνης, την έπαρση του εφευρέτη, το θράσος του ληστή· ξαναγύρισα στην ανατολή, την αρχέγονη και αιώνια σοφία. - Μοιάζει με όνειρο άθλιου τεμπέλη!
  Κι όμως ποτέ δεν ονειρεύτηκα την ευτυχία να γλιτώσω τα σύγχρονα βάσανα. Η νόθα σοφία του Κορανίου ούτε μου πέρασε απ' το νου.
  - Αλλά, δεν είναι πραγματική καταδίκη, από τότε που ο χριστιανισμός ανακηρύχτηκε επιστημονική αλήθεια, οι άνθρωποι να κοροϊδεύουν τον εαυτό τους, να αποδεικνύουν το προφανές, να κομπάζουν επαναλαμβάνοντας τις αποδείξεις τους, κι έτσι να περνά η ζωή τους! Ακατανόητο, ηλίθιο βάσανο, αιτία του πνευματικού μου παραληρήματος. Ακόμη κι η φύση μπορεί να βαριόταν! Μαζί με τον Χριστό γεννήθηκε και ο κ. Πρυντόμ.
  Μήπως επειδή συντηρούμε το ζόφο! Τρώμε τον πυρετό με τις νερόβραστες λαχανίδες μας.
Και οι κραιπάλες! και το κάπνισμα! Και η αμάθεια! Και η μοιρολατρία! - Όλα αυτά δεν απέχουν πολύ από τη σκέψη, τη σοφία της Ανατολής, της αρχέγονης πατρίδας; Προς τι ένας σύγχρονος κόσμος που εφευρίσκει τέτοια δηλητήρια!
  Οι κληρικοί θα πουν: καταλάβαμε. Αλλά εσείς εννοείτε την Εδέμ. Η ιστορία των ανατολικών λαών δεν έχει καμία σχέση μ' αυτά που λέτε εσείς. - Αλήθεια, την Εδέμ σκεφτόμουν! Τι σχέση έχει με το δικό μου όνειρο η αγνότητα των αρχαίων φυλών!
  Και οι φιλόσοφοι: ο κόσμος δεν έχει ηλικία. Η ανθρωπότητα απλώς μετακινείται. Βρίσκεσαι στη Δύση, αλλά είσαι ελεύθερος να ζήσεις στην Ανατολή σου, όσο αρχαία κι αν τη θέλεις - και να ζήσεις καλά. Μην είσαι ηττοπαθής. Φιλόσοφοι, ανήκετε στη Δύση σας.
  Φυλάξου, πνεύμα μου. Όχι βίαιες λύσεις σωτηρίας. Να ασκηθείς! - Αχ! Για μας η επιστήμη βαδίζει αργά!
  - Μα βλέπω πως το πνεύμα μου κοιμάται.
  Αν εφεξής ήταν άγρυπνο, θα κατακτούσαμε αμέσως την αλήθεια, που ίσως βρίσκεται γύρω μας με τους θρηνωδούς αγγέλους της!... Αν ήταν ως τώρα άγρυπνο δεν θα είχα αφεθεί στα καταστροφικά μου ένστικτα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου!... - Αν ήταν ανέκαθεν άγρυπνο, θα πορευόμουν έμπλεος σοφίας!...
  Αγνότητα! Αγνότητα!
  Η στιγμιαία αυτή αναλαμπή μου αποκάλυψε το όραμα της αγνότητας! - Το πνεύμα οδηγεί στον Θεό!
  Τραγική ατυχία!



Το ανέφικτο - Γιώργος Χριστιανάκης



Η ΑΣΤΡΑΠΗ



Η ανθρώπινη εργασία! "Τίποτα δεν είναι μάταιο, προχωρείτε μπροστά με την επιστήμη!" Κραυγάζει ο σύγχρονος Εκκλησιαστής, δηλαδή όλος ο κόσμος. Προχωρείτε, αυτός ο δρόμος είναι στρωμένος με τα πτώματα των κακών και των τεμπέληδων. Γρήγορα, λίγο πιο γρήγορα, εκεί κάτω, πέρα απ' τη νύχτα, οι μέλλουσες ανταμοιβές, οι αιώνιες... θα τις αφήσουμε να μας ξεφύγουν;...

 Μα τι μπορώ να κάνω; Προχώρα. Αφού την εργασία την ξέρω και η επιστήμη είναι πολύ αργή. Το βλέπω καθαρά. Είναι πολύ απλό. Κάνει ζέστη, θα με προσπεράσουν. Γνωρίζω το καθήκον μου και θα νοιώθω περήφανος όπως οι περισσότεροι παραμελώντας το.

Πάει, ρήμαξε η ζωή μου. Ας κάνουμε λίγο το κορόιδο. Ας τεμπελιάσουμε, έλεος πια! Θα υπάρχουμε διασκεδάζοντας, ονειροπολώντας τραγελαφικούς έρωτες, φανταστικά σύμπαντα, γκρινιάζοντας για τα φαινόμενα του κόσμου: σαλτιμπάγκους, ζητιάνους, καλλιτέχνες, παπάδες και ληστές! Στο κρεβάτι του νοσοκομείου μου ήρθε μια δυνατή μυρωδιά λιβανιού.

Βλέπω μπροστά μου πάλι τα άθλια παιδικά μου χρόνια. Και λοιπόν!...  Κλείνω τα είκοσι όπως τα κλείνουν κι άλλοι.

Όχι! Όχι! Εγώ επαναστατώ ενάντια στο θάνατο! Η εργασία φαντάζει ασήμαντη για τη δική μου περηφάνια:  θα ΄ταν πολύ σύντομο μαρτύριο να εγκαταλείψω το κόσμο έτσι. Τη τελευταία στιγμή θα παράδερνα δεξιά κι αριστερά.

Και τότε; Τότε ψυχούλα μου ξέχνα την αιωνιότητα για πάντα.



Η αστραπή - Γ. Κιμούλης



ΠΡΩΙΝΟ
  
Μήπως κι εγώ δεν είχα κάποτε νιάτα ζηλευτά, ηρωικά, μυθικά, που θ' άξιζε 
να χαραχτούν με χρυσά γράμματα - απίστευτη τύχη! 
Τι αμαρτίες, τι σφάλματα πληρώνω με την τωρινή μου κατάντια! 
Εσείς που λέτε πως υπάρχουν κτήνη που κλαίνε με αναφιλητά, άρρωστοι 
που δεν ελπίζουν και νεκροί που βλέπουν εφιάλτες, μιλήστε, αν σας είναι μπορετό, για τον 
ξεπεσμό μου, για την νάρκη μου. Εγώ, σαν τον ζητιάνο, μόνο μ' εκείνα τα ατέλειωτα πατερημά 
και Παναγία Δέσποινα μπορώ να εκφραστώ. Δεν ξέρω πια να μιλώ!
  
Κι όμως, σήμερα, νομίζω πως τελείωσα την αφήγηση της κόλασής μου. 
 Ήταν στ' αλήθεια κόλαση: η πανάρχαια, 
 εκείνη που ο υιός του ανθρώπου άνοιξε τις πύλες της. 
Από την ίδια ερημιά, την ίδια νύχτα, στα κουρασμένα μάτια μου 
προβάλλει πάντα το λαμπρό άστρο, μα οι τρεις μάγοι που κυβερνούν την ζωή μας: 
η καρδιά, η ψυχή, το πνεύμα, μένουν αδιάφοροι. 
Πότε θα πάμε, διασχίζοντας βουνά και ακρογιάλια, να χαιρετίσουμε 
την εργασία που ανατέλλει, την καινούργια γνώση, την πτώση των τυράννων και των δαιμόνων, 
 το τέλος των προλήψεων, να προσκυνήσουμε -πρώτοι εμείς!- την επί γης γέννηση του Χριστού! 
Οι ουράνιοι ύμνοι, τα εμβατήρια των λαών! 
Σκλάβοι, ας μη βλαστημούμε τη ζωή.



Γιώργος Χριστιανάκης - Πρωινό



ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
  
Φθινοπώριασε κιόλας! - Μα γιατί να νοσταλγούμε τον παντοτινό ήλιο, αφού είμαστε ταγμένοι στην ανακάλυψη του θείου φωτός, μακριά από τους ανθρώπους που φθίνουν με τις εποχές.
Φθινόπωρο. Το καράβι μας με την πρύμνη υψωμένη μες στην ασάλευτη ομίχλη στρίβει για το λιμάνι της δυστυχίας, την απέραντη πολιτεία με τον ουρανό λερωμένο από φωτιά και λάσπη.
Αχ! τα σάπια κουρέλια, που σαπίζουν, το μουλιασμένο στη βροχή ψωμί, τα μεθύσια, οι χιλιάδες έρωτες που με σταύρωσαν!
Δε θα σταματήσει πια αυτή η λάμια να δυναστεύει εκατομμύρια ψυχές και σώματα νεκρών
που περιμένουν τη μέλλουσα κρίση!
Με θυμάμαι: το δέρμα μου φαγωμένο από το πύο και την πανούκλα, τα μαλλιά και οι μασχάλες μου γεμάτα σκουλήκια, και στην καρδιά μου ακόμη θεόρατα σκουλήκια, ξαπλωμένος ανάμεσα σε άγνωστους, χωρίς ηλικία, χωρίς αισθήματα… Θα μπορούσα να 'χα πεθάνει εκεί… Φριχτή ανάμνηση! 
Σιχαίνομαι τη μιζέρια. Και φοβάμαι το χειμώνα, γιατί είναι η εποχή που θέλει ανέσεις!
- Καμιά φορά βλέπω στον ουρανό απέραντες ακτές πλημμυρισμένες από χαρούμενα έθνη στα λευκά.
  Πάνωθέ μου ένα μεγάλο χρυσό καράβι, με τις πολύχρωμες σημαίες του να ανεμίζουν στην πρωινή αύρα. Προσπάθησα να επινοήσω όλες τις γιορτές, όλους  τους θριάμβους, όλα τα δράματα.
Δοκίμασα να δημιουργήσω καινούρια λουλούδια, καινούρια άστρα, καινούρια σώματα, καινούριες 
γλώσσες. Πίστεψα ότι απέκτησα υπερφυσικές δυνάμεις. Και λοιπόν; 
Πρέπει να θάψω τη φαντασία και τις αναμνήσεις μου! Η περίφημη δόξα του καλλιτέχνη και του βάρδου πάει περίπατο!
Εγώ! εγώ ο αυτοαποκαλούμενος μάγος ή άγγελος, απαλλαγμένος από κάθε ηθική, επιστρέφω στη γη να επιτελέσω ένα χρέος, και να αγγαλιάσω τη σκληρή πραγματικότητα! Χωρικός! Πλάνη; Μήπως για μένα η καλοσύνη ήταν ομογάλακτη του θανάτου;
Στο τέλος θα ζητήσω συγγνώμη που έζησα μέσα στο ψέμα. Και τέρμα.
  Μα ούτε ένα χέρι φιλικό! Και που να βρω βοήθεια;
  Ναι, η εποχή που ανατέλλει είναι τουλάχιστον αμείλικτη.
  Μπορώ να πω ότι νίκησα. Ο τριγμός των οδόντων, η αντάρα της φωτιάς, οι πικροί αναστεναγμοί κοπάζουν. Οι ακάθαρτες μνήμες σβήνουν όλες. Πάνε και οι τελευταίες μεμψιμοιρίες μου - τα απωθημένα με τους ζητιάνους, τους ληστές, τους πεισιθάνατους, τους κάθε λογής καθυστερημένους. - Καταραμένοι, έτσι κι έπερνα εκδίκηση!
  Πρέπει να είμαστε απολύτως στο πνεύμα της εποχής.
  Καμιά ψαλμωδία: να κρατήσεις το κερδισμένο έδαφος. Δύσκολη νύχτα! Στο πρόσωπό μου ανθίζει το ξεραμένο αίμα, και πίσω μου, τίποτα, μόνο αυτό το άθλιο δεντράκι!... Ο πνευματικός αγώνας είναι εξίσου σκληρός με την ανθρώπινη αμάχη. Αλλά το όραμα της δικαιοσύνης είναι μόνο θέλημα Θεού.
  Κι όμως βρισκόμαστε στα πρόθυρα. Ας δεχτούμε την αύρα της ζωντάνιας και της αληθινής τρυφερότητας. Και την αυγή, οπλισμένοι με τρομερή υπομονή, θα μπούμε στις λαμπρές πολιτείες.
  Κι εγώ που μιλούσα για το αγαπημένο χέρι! Ε, τόσο το καλύτερο, έτσι θα μπορώ να γελώ με τις παλιές μου ψεύτικες αγάπες και να χλευάζω τα ψευτοζευγαράκια - εκεί κάτω αντίκρισα την κόλαση των γυναικών - και θα διακιούμαι, σε μια μόνο ψυχή, σ' ένα σώμα, να είμαι κάτοχος της αλήθειας.





Αποχαιρετισμός - Γιώργος Χριστιανάκης












Πηγές:


  • Μια εποχή στην κόλαση - μετ. Χριστόφορος Λιοντάκης, εκδ. Γαβριηλίδης
  • Το κανάλι στο Youtube του Μάνου Ορφανουδάκη, για τα βίντεο με τις αφηγήσεις του Γ. Κιμούλη
  • Το κανάλι στο Youtube του Γιώργου Χριστιανάκη, για τα αντίστοιχα βίντεο


Οι παρακάτω συνδέσμοι:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πρόσφατα σχόλια