Σάββατο 18 Ιουνίου 2022

Jazz της Toni Morrison

                                     

 
Ένα μυθιστόρημα που γοητεύει τα μάτια και τα αυτιά. Που το διαβάζεις και το ακούς ταυτόχρονα.
 
Η Toni Morrison εμπνέεται από μία φωτογραφία και γράφει το μυθιστόρημα Jazz, βασισμένη, όσον αφορά την δομή της αφήγησης, τον ρυθμό και τις παραλλαγές της ιστορίας, στην Jazz μουσική, χρησιμοποιώντας τα χαρακτηριστικά της, δηλ. το σύντομο εισαγωγικό βασικό θέμα-μελωδία και τους αυτοσχεδιασμούς-παραλλαγές.
 
Η Morrison τοποθετεί την ιστορία της στα μέσα της δεκαετίας του 1920, μιας δεκαετίας που οι Αφρο-αμερικανοί αρχίζουν να βρίσκουν τα βήματα τους στον κοινωνικό ιστό, κυρίως στις πόλεις. Και μια δεκαετία όπου η Jazz, ως η νέα μουσική, ενσωμάτωσε και εξέφρασε μια νέα αίσθηση ατομικής ελευθερίας και έγινε συνώνυμη με την κουλτούρα από την οποία ξεπήδησε.
 
Έτσι η Morrison, ακολουθώντας την δομή της Jazz μουσικής, εισάγει μέσω του αφηγητή το βασικό θέμα-μελωδία: την ιστορία του Τζο και της Βάιολετ, ενός 50χρονου έγχρωμου ζευγαριού που μετανάστευσε στην Πόλη (Ν. Υόρκη – Χάρλεμ) από τις νότιες πολιτείες, τον έρωτα του Τζο για τη 18χρονη Ντόρκας και τη δολοφονία της νεαρής ερωμένης του "ένας από εκείνους του ολέθριους, τρομακτικούς έρωτες που τον έκανε να νιώθει τέτοια θλίψη και ευτυχία ώστε την σκότωσε μόνο κα μόνο για να κρατήσει ζωντανό τούτο το αίσθημα", καθώς και τη βίαιη επίθεση της Βάιολετ με μαχαίρι στο πρόσωπο της νεκρής Ντόρκας, στην κηδεία της. Μια παράγραφος όλη η ιστορία.
 Αυτή η ιστορία είναι η "βασική μελωδία"του μυθιστορήματος. Στην συνέχεια παρουσιάζονται ένας-ένας οι χαρακτήρες, δίνοντας την δική τους περιγραφή στην ιστορία, ξανα διηγώντας την και επιτρέποντας στον αναγνώστη να την ξαναζήσει μέσω της δική τους προοπτικής. Και όπως ένας σολίστ της τζαζ που αυτοσχεδιάζει σε ένα βασικό θέμα και στην πορεία του αυτοσχεδιασμού συνεχώς επινοεί, επεξεργάζεται, παρεκκλίνει και εξερευνά, έτσι και ο αφηγητής κάνει το ίδιο πράγμα με αυτήν τη "μελωδία", την ιστορία έρωτα-πάθους που περιγράφεται στις πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος.
 Η φωνή του αφηγητή και των χαρακτήρων-σολίστ, αυτοσχεδιάζει μια ιστορία, ή και πολλές, προσθέτοντας συνεχώς, αναθεωρώντας, επινοώντας, με συνεχόμενα μπρος-πίσω ανάμεσα στους διάφορους χαρακτήρες. Η ίδια η Morrison λέει στον πρόλογο "δεν ήθελα απλώς ένα μουσικό υπόβαθρο. Ήθελα η δουλειά μου να είναι μία εκδήλωση της ευφυίας, του αισθησιασμού, της αναρχίας της μουσικής· της ιστορίας της, του φάσματός της, της νεωτερικότητάς της".
 
Και η Morrison μέσα από αυτή την απλή ιστορία μιλάει για ρατσισμό, επιμειξία, ισότητα φύλων, κοινωνική ισότητα, έρωτα, πάθος, αποπλάνηση, απόγνωση, συγχώρεση, εξιλέωση, χωρίς ποτέ να γίνεται μελόδραμα.
 
Και όπως κάθε κομμάτι της Jazz βασίζεται πάνω στην rhythm section, μπάσο-ντραμς δηλαδή, που κρατάνε τον ρυθμό και γεμίζουν με ηχόχρωμα την μουσική, έτσι και η Morrison χρησιμοποιεί ως βάση την Πόλη (πάντα με κεφαλαίο Π). Αυτή προστατεύει, διδάσκει αλλά και τσακίζει. Εκεί που ζουν, περπατούν, διασκεδάζουν, ερωτεύονται, ονειρεύονται και πεθαίνουν οι ήρωές της.
"Τρελαίνομαι γι’ αυτή την Πόλη. Το φως της μέρας γέρνει σαν ξυράφι και κόβει τα κτίρια στη μέση. Στο πάνω μισό, βλέπω πρόσωπα να χαζεύουν τον δρόμο, αλλά δεν είναι εύκολο να ξεδιαλύνω ποια είναι τα ανθρώπινα και ποια τα λαξεμένα στην πέτρα. Κάτω, στη σκιά, συμβαίνουν τα συνηθισμένα: κλαρινέτα και ερωτικά αγκαλιάσματα, γρονθοκοπήματα και φωνές λυπημένων γυναικών. Μια πόλη σαν κι αυτή μου φέρνει όνειρα γεμάτα αυτοπεποίθηση, με κάνει να νιώθω μέσα στα πράγματα. Πάμε"
"Κάνε ότι σου αρέσει στην πόλη, αυτή είναι πάντα εκεί να σε προστατεύει και να σε τυλίγει, ότι και αν κάνεις"
"Κανείς δεν λέει πως είναι ωραία εδώ, ούτε και εύκολα, αλλά είναι ξεκάθαρα. Αν μάθεις καλά τους δρόμους που ξετυλίγονται μπροστά σου, η πόλη δεν μπορεί να σε βλάψει. Δεν μπορείς να ξεφύγεις από το δρομολόγιο που έχει χαράξει η πόλη για σένα"
"Ένα είναι σίγουρο: οι δρόμοι θα σε μπερδέψουν, θα σε διδάξουν ή θα σε τσακίσουν"
 
Μπορεί η Morrison να αναφέρεται στην Jazz της δεκαετίας του 1920, το Swing, πιστεύω όμως ότι όταν έγραφε την δική της Jazz, είχε στο μυαλό της την μετέπειτα εξέλιξή της μουσικής, που έζησε και η ίδια. Το μυθιστόρημα έχει τον θυμό και την οργή της Bebop του Charlie Parker, την νοσταλγία και την θλίψη του Sadness του Ornette Coleman, την εξιλέωση του A Love Supreme του John Coltrane, την rhythm section και το ηχόχρωμα του Charlie Mingus, την συγχώρεση του Don’t blame me του Thelonious Monk, την απόγνωση του Volunteered Slavery του Rahsaan Roland Kirk, τον έρωτα, την αγάπη και την ολοκλήρωση του Kind of Blue του Miles Davis.
 
Ένα μεγάλο μυθιστόρημα.
Εξαιρετική η μετάφραση της Κατερίνας Σχινά
 
Νομπέλ λογοτεχνίας 1993

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πρόσφατα σχόλια